διεκβολή

διεκβολή
η (AM διεκβολή) [διεκβάλλω]
νεοελλ.
πέρασμα, δίοδος
αρχ.
1. διάβαση μέσα από μια περιοχή
2. διάβαση μέσα από βουνά ή στενωπούς
3. στόμιο, εκβολή
4. έξοδος πόλης
5. τραπεζική απόδειξη πληρωμής
6. πηγή ποταμού
7. μτφ. αρχή, πηγή
8. παραπόταμος
9. κλαδί αμπελιού
10. λόγος παρέμβλητος σε διήγηση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • διεκβολῇ — διεκβολή mountain pass fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διεκβολή — mountain pass fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διεκβολαῖς — διεκβολή mountain pass fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διεκβολαί — διεκβολή mountain pass fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διεκβολῆς — διεκβολή mountain pass fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διεκβολήν — διεκβολή mountain pass fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διεκβολῶν — διεκβολή mountain pass fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ԵԼԱՄՈՒՏ — (մուտք.) NBH 1 0649 Chronological Sequence: Early classical գ. διεκβολή trajectus, exitus Տեղի՝ ընդ որ լինի ել եւ մուտք. ելք ի դուրս. *Ելամուտ (կամ ելամուտք) քաղաքին՝ ընդ կողմ հիւսիսոյ. Եզեկ. ՟Խ՟Ը. 30 …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • διεκβολάς — διεκβολά̱ς , διεκβολή mountain pass fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”