- διεκβολή
- η (AM διεκβολή) [διεκβάλλω]νεοελλ.πέρασμα, δίοδοςαρχ.1. διάβαση μέσα από μια περιοχή2. διάβαση μέσα από βουνά ή στενωπούς3. στόμιο, εκβολή4. έξοδος πόλης5. τραπεζική απόδειξη πληρωμής6. πηγή ποταμού7. μτφ. αρχή, πηγή8. παραπόταμος9. κλαδί αμπελιού10. λόγος παρέμβλητος σε διήγηση.
Dictionary of Greek. 2013.